3,273,653
edits
(strοng) |
(26) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[νέος]]; a youngling ([[nestling]]): [[young]]. | |strgr=from [[νέος]]; a youngling ([[nestling]]): [[young]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[νεοσσός]] και [[νοσσός]], Α αττ. τ. [[νεοττός]])<br /><b>1.</b> (γενικά) μικρό [[πουλί]] που [[μόλις]] βγήκε από το [[αβγό]] του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[άνθρωπος]] ή ζώο που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νεογνό]] ζώου ή ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) μικρό [[κοτόπουλο]], [[κλωσσοπούλι]], κλωσσόπουλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρόκος]] αβγού<br /><b>2.</b> θωπευτική [[προσφώνηση]] αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... [[νεοσσός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως θηλ.) <i>ἡ [[νεοττός]]<br />λεγόταν σχετικά με την [[εταίρα]] Λαΐδα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἵππου [[νεοττός]]»<br /><b>(περιλπτ.)</b> το άριστο και ακμαίο ιππικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παρ. ή συνθ. του [[νέος]], που θυμίζει τα [[περισσός]], [[ἔπισσαι]]. Η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό <i>νε</i>(<i>ο</i>)- και β' συνθετικό <i>kyo</i>- του [[κεῖμαι]] δεν φαίνεται πειστική]. | |||
}} | }} |