Anonymous

πασσαλίσκος: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_15)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πασσᾰλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[πάσσαλος]], Ἱππ. 671.6, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. [[κόλλοψ]], «στρηφτάρι» μουσικῶν ὀργάνων, οἱ π. τῆς κιθάρας Σχόλ εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 572, Ἐτυμολ. Μέγ., κλ.· [[ὡσαύτως]] πασσάλιον, τό, «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ [[μέσον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''πασσᾰλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[πάσσαλος]], Ἱππ. 671.6, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. [[κόλλοψ]], «στρηφτάρι» μουσικῶν ὀργάνων, οἱ π. τῆς κιθάρας Σχόλ εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 572, Ἐτυμολ. Μέγ., κλ.· [[ὡσαύτως]] πασσάλιον, τό, «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ [[μέσον]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ό, ΝΜΑ [[πάσσαλος]]<br />[[μικρός]] [[πάσσαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ιατρικό [[εργαλείο]] για [[διάνοιξη]] και [[τήρηση]] του στόματος ανοιχτού<br /><b>2.</b> (για μουσικά όργανα) [[κόλλοψ]]<br /><b>3.</b> ο [[κυνόδοντας]].
}}
}}