Anonymous

νύσταξις: Difference between revisions

From LSJ
27
(6_8)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νύσταξις''': -εως, ἡ, ([[νυστάζω]]) ὁ [[νυσταγμός]], τὸ νυστάζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νῶκαρ]].
|lstext='''νύσταξις''': -εως, ἡ, ([[νυστάζω]]) ὁ [[νυσταγμός]], τὸ νυστάζειν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νῶκαρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νύσταξις]], ἡ (Α) [[νυστάζω]]<br />[[νυσταγμός]], [[νύστα]].
}}
}}