Anonymous

ὁδοιπόρος: Difference between revisions

From LSJ
28
(SL_2)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὁδοιπόρος]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[traveller]] μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο [[παῖς]] Hesych.) ?fr. 340.
|sltr=[[ὁδοιπόρος]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[traveller]] μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο [[παῖς]] Hesych.) ?fr. 340.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὁδοιπόρος]])<br /><b>1.</b> αυτός που διανύει [[πεζός]] μια [[απόσταση]], αυτός που κάνει [[οδοιπορία]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ασθενής]] και [[οδοιπόρος]] αμαρτίαν ουκ έχει<br />λέγεται για να δηλώσει ότι η [[παράβαση]] τών κανόνων της νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους συγχωρείται<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνταξιδιώτης]] («ὅς μοι τοιόνδ' ἦκεν ὁδοιπόρον ἀντιβολῆσαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδοῖ</i>, τοπική του ουσ. [[ὁδός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>νυκτι</i>-[[πόρος]]. Η [[χρησιμοποίηση]] της τοπικής [[αντί]] της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους [[προς]] [[αποφυγή]] τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
}}
}}