3,273,724
edits
(6_15) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλμίσκος''': ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ [[ὅλμος]] ΙΙ, μικρὸν [[ἰγδίον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 93. 2) τὸ κοῖλον [[σιδήριον]] εἰς ὃ εἰσέρχεται ὁ [[στρόφιγξ]] τῆς ἀνοιγόμενης καὶ κλειομένης θύρας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54. | |lstext='''ὁλμίσκος''': ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ [[ὅλμος]] ΙΙ, μικρὸν [[ἰγδίον]], [[Πολυδ]]. Β΄, 93. 2) τὸ κοῖλον [[σιδήριον]] εἰς ὃ εἰσέρχεται ὁ [[στρόφιγξ]] τῆς ἀνοιγόμενης καὶ κλειομένης θύρας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὁλμίσκος]]) [[όλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μικρός]] όλμος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοίλη]] σιδερένια [[υποδοχή]] στην οποία εισέρχεται η [[στρόφιγγα]] της θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐν στρέφεται τόπῳ», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> [[φατνίο]] δοντιού<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] κώνου<br /><b>4.</b> μικρό [[γουδί]]. | |||
}} | }} |