Anonymous

ὁμοιοσχήμων: Difference between revisions

From LSJ
28
(6_18)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιοσχήμων''': -ον, ὁ ὁμοίου σχήματος, ὁ ἔχων ὅμοιον [[σχῆμα]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, κτλ.· - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 1. 8, 7. - [[οὕτως]] -σχημάτιστος, ον, Φώτ. ἐν Collect. Vat. 1. 227· -σχημος, ον, Cornut. N. D. 17 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''ὁμοιοσχήμων''': -ον, ὁ ὁμοίου σχήματος, ὁ ἔχων ὅμοιον [[σχῆμα]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, κτλ.· - Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 1. 8, 7. - [[οὕτως]] -σχημάτιστος, ον, Φώτ. ἐν Collect. Vat. 1. 227· -σχημος, ον, Cornut. N. D. 17 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοιοσχήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[σχήμα]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιόσχημος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιοσχημόνως</i> (ΑΜ)<br />με την [[ίδια]] [[μορφή]], στο ίδιο [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
}}
}}