Anonymous

ὀμπνιακός: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_15)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμπνιακός''': ὀμπνικός, ὀμπνηρός, ἴδε [[ὄμπνη]].
|lstext='''ὀμπνιακός''': ὀμπνικός, ὀμπνηρός, ἴδε [[ὄμπνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμπνιακός]], -ή, -όν (Α) [[όμπνη]]<br />όμπνιος.
}}
}}