Anonymous

ὀξυθάνατος: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, [[βραχύβιος]], Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ταχέως]] φονεύων, Στράβ. 823.
|lstext='''ὀξῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ [[ταχέως]] ἀποθνήσκων, [[βραχύβιος]], Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ [[ταχέως]] φονεύων, Στράβ. 823.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξυθάνατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, [[βραχύβιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί τον θάνατο [[μέσα]] σε σύντομο [[χρονικό]] [[διάστημα]], που φονεύει [[ταχέως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].
}}
}}