3,273,730
edits
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[θρίξ]]. | |btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[θρίξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθόθριξ]], -τριχος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις [[τρίχες]] του ή αυτός που ανορθώνει τις [[τρίχες]] άλλου, αυτός που προκαλεί [[ανατρίχιασμα]] (α. «[[ὀρθόθριξ]] [[φόβος]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκνό</i>-[[θριξ]])]. | |||
}} | }} |