Anonymous

ὀτραλέος: Difference between revisions

From LSJ
29
(Bailly1_4)
(29)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀτρηρός]].
|btext=α, ον :<br />rapide, agile.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὀτρηρός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀτραλέος]], -η, -ον (Α)<br />[[οτρηρός]].<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτραλέως</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀξέως]], δραστικῶς, ἐνεργῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>ὀτραλέως</i> μαρτυρείται ήδη στην [[Ιλιάδα]], ενώ το επίθ. [[ὀτραλέος]] μαρτυρείται πολύ αργότερα (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[οτρύνω]])].
}}
}}