Anonymous

παραμονή: Difference between revisions

From LSJ
31
(6_11)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμονή''': ἡ, τὸ παραμένειν, μένειν [[παρά]] τινι, ἐπὶ τῆς καταστάσεως ἱεροδούλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, Curt. Anecd. Delph σ. 39. 2) [[σταθερότης]] ἔν τινι, Ἰαμβλ. Προτρ. 16· ἐπὶ οἴνου παραμένοντος ἀβλαβοῦς, [[οἶνον]]... πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειον Ἀθήν. 30Ε· - ὡς ἐπίρρ., εἰς παραμονήν, διαρκῶς, Γεωπ. 6. 16, 3. ΙΙ. παρὰ Βυζ., [[σταθμός]], [[φρουρά]]· [[ὅθεν]] [[παραμονάριος]], ὁ, ὁ [[φύλαξ]], [[φρουρός]], custos, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9259· ἴδε Δουκάγγ. - Ἐκκλησ., ἡ προηγουμένη [[ἡμέρα]] δεσποτικῆς ἑορτῆς, παραμ. τῶν Φώτων, Στουδ. 700C· τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως 1697Α· τῆς Βαϊοφόρου 1717Β, κλ.
|lstext='''παραμονή''': ἡ, τὸ παραμένειν, μένειν [[παρά]] τινι, ἐπὶ τῆς καταστάσεως ἱεροδούλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608b, Curt. Anecd. Delph σ. 39. 2) [[σταθερότης]] ἔν τινι, Ἰαμβλ. Προτρ. 16· ἐπὶ οἴνου παραμένοντος ἀβλαβοῦς, [[οἶνον]]... πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειον Ἀθήν. 30Ε· - ὡς ἐπίρρ., εἰς παραμονήν, διαρκῶς, Γεωπ. 6. 16, 3. ΙΙ. παρὰ Βυζ., [[σταθμός]], [[φρουρά]]· [[ὅθεν]] [[παραμονάριος]], ὁ, ὁ [[φύλαξ]], [[φρουρός]], custos, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9259· ἴδε Δουκάγγ. - Ἐκκλησ., ἡ προηγουμένη [[ἡμέρα]] δεσποτικῆς ἑορτῆς, παραμ. τῶν Φώτων, Στουδ. 700C· τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως 1697Α· τῆς Βαϊοφόρου 1717Β, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παραμένω]]<br /><b>1.</b> το να βρίσκεται [[κανείς]] σε έναν [[τόπο]] [[συνεχώς]], η [[διαμονή]] («γνώρισε πολλούς ανθρώπους [[κατά]] την [[παραμονή]] του στο εξωτερικό)<br /><b>2.</b> το να μένει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] επί πολύ χρόνο στην ἴδια [[κατάσταση]], [[διατήρηση]] (α. «η [[παραμονή]] του στην [[ηγεσία]] [[είναι]] βέβαιη» β. «[[οἶνος]] πρὸς παραμονὴν [[ἐπιτήδειος]]», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η προηγούμενη [[ημέρα]] εθνικής ή θρησκευτικής εορτής ή γεγονότος (α. «[[παραμονή]] τών Χριστουγέννων» β. «αρρώστησε την [[παραμονή]] της αναχώρησής του για το εξωτερικό»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] στο Βυζάντιο) [[φρουρά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς παραμονήν»<br />(με επιρρμ. σημ.) διαρκώς, [[συνεχώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δούλο του οποίου αναβλήθηκε η [[απελευθέρωση]]) [[υποχρέωση]] για [[συνέχιση]] της υπηρεσίας<br /><b>2.</b> [[σταθερότητα]], [[διάρκεια]].
}}
}}