Anonymous

πεζοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va à pied, qui va sur terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], πορεύομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui va à pied, qui va sur terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], πορεύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[πεζοπόρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πορεύεται στην [[ξηρά]] και όχι στη [[θάλασσα]], [[οδοιπόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) αυτός που διανύει μια [[απόσταση]] με τα πόδια στην [[ξηρά]], [[πεζοδρόμος]]<br />β) αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] για [[πεζοπορία]] («[[είναι]] [[δεινός]] [[πεζοπόρος]]»)<br />γ) <b>ζωολ.</b> [[γένος]] παπαγάλων της Αυστραλίας που ανήκουν στην [[οικογένεια]] τών πλατυκερκιδών και χαρακτηρίζονται από το επίμηκες [[σώμα]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη [[γέφυρα]] στον Ελλήσποντο) αυτός που περπατά σε [[γέφυρα]] [[πάνω]] από [[θάλασσα]] («ναύτην ἠπείρου, πεζοπόρον πελάγους», Παρμεν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-[[πόρος]].
}}
}}