3,274,754
edits
(SL_2) |
(31) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[πενία]] <br /> <b>1</b> [[poverty]] στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4. | |sltr=[[πενία]] <br /> <b>1</b> [[poverty]] στάσιν πενίας δότειραν fr. 109. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. πενίη, Α<br /><b>1.</b> η [[στέρηση]] τών αναγκαίων, η [[ανεπάρκεια]] τών απαραίτητων πόρων ζωής, [[ανέχεια]], [[ένδεια]], [[φτώχεια]]<br /><b>2.</b> η [[έλλειψη]] ενός συγκεκριμένου πράγματος, άρα και [[ανάγκη]] για το [[πράγμα]] αυτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> η οικονομική και κοινωνική [[κατάσταση]] ατόμων, ομάδων, λαών και γεωγραφικών περιοχών που χαρακτηρίζεται από [[έλλειψη]] πόρων, πολύ χαμηλό επίπεδο εισοδήματος και [[αδυναμία]] κάλυψης και τών στοιχειωδέστερων [[ακόμη]] αναγκών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευεργέτημα]] πενίας»<br /><b>(νομ.)</b> η προσωρινή [[απαλλαγή]] που παρέχεται με ειδική δικαστική [[απόφαση]] σε έναν διάδικο από την [[υποχρέωση]] να καταβάλει τα έξοδα μιας δίκης ή διαδικασίας λόγω απορίας του<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[πενία]] τέχνας κατεργάζεται» — λέγεται για να δηλώσει το [[γεγονός]] ότι οι στερήσεις και οι δυσχερείς περιστάσεις αναγκάζουν τον άνθρωπο να επινοεί διάφορα [[μέσα]] προσπορισμού τών αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πενία</i><br />[[θεότητα]] προσωποποίησης της φτώχειας για την οποία αναφέρεται στο πλατωνικό <i>Συμπόσιο</i> ότι ενώθηκε με τον Πόρο και απέκτησε τον Έρωτα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πενίαι</i><br />οι στερήσεις, οι ελλείψεις σε ό,τι αφορά τα [[μέσα]] συντήρησης και επιβίωσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν πενιᾳ [[εἶναι]]» — το να ζει [[κανείς]] στερημένα<br />β) «ἐν πενίᾳ [[γίγνεσθαι]]» — το να περιπίπτει [[κανείς]] στην [[ένδεια]] και στη [[φτώχεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] (<b>βλ.</b> και λ. [[πένομαι]])]. | |||
}} | }} |