Anonymous

περισσόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύσαρκος]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Πρίαπος]] (3).
|lstext='''περισσόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύσαρκος]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Πρίαπος]] (3).
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά [[πολύσαρκος]], [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λιπό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>μικρό</i>-<i>σαρκος</i>].
}}
}}