Anonymous

πικράζω: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_22)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικράζω''': τῷ ἑπομ., Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 31. 28, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 211· ― Παθ., ἔχω πικρὰν γεῦσιν, [[αὐτόθι]] 2. 51, κτλ.
|lstext='''πικράζω''': τῷ ἑπομ., Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 31. 28, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 211· ― Παθ., ἔχω πικρὰν γεῦσιν, [[αὐτόθι]] 2. 51, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[πικρός]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] πικρή [[γεύση]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] πικρό, δυσάρεστο [[κάτι]].
}}
}}