Anonymous

πίσσανθος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_6)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίσσανθος''': -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν [[ὅταν]] ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς [[μέρος]] τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ [[ὅπερ]] ὁ Ἱππ. καλεῖ [[ὀρρός]] πίσσης, 877Α (πρβλ. [[ὀρρόπισσα]]), παρὰ Διοσκ. [[πισσέλαιον]] 1. 95.
|lstext='''πίσσανθος''': -εος, τό, τὸ ἐλαιῶδες ὑγρὸν τὸ ἀνερχόμενον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν [[ὅταν]] ἡ ὠμὴ [[πίσσα]] ἀφεθῇ πολὺν χρόνον εἰς [[μέρος]] τι, Λατ. flos pisis, Γαλην.˙ [[ὅπερ]] ὁ Ἱππ. καλεῖ [[ὀρρός]] πίσσης, 877Α (πρβλ. [[ὀρρόπισσα]]), παρὰ Διοσκ. [[πισσέλαιον]] 1. 95.
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />ελαιώδες [[υγρό]] που ανέρχεται στην [[επιφάνεια]], όταν η ωμή [[πίσσα]] αφεθεί σε ένα [[μέρος]] για αρκετό χρόνο, το [[πισσέλαιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθος]].
}}
}}