Anonymous

πισσώδης: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_7)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πισσώδης''': -ες, Ἀττικ. πιττ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πίσσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 5˙ ΙΙ. ὁ παρέχων πίσσαν, [[πεύκη]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 2, κτλ.
|lstext='''πισσώδης''': -ες, Ἀττικ. πιττ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πίσσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 5˙ ΙΙ. ὁ παρέχων πίσσαν, [[πεύκη]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 2, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΑ, και αττ. τ. [[πιττώδης]], -ῶδες, Α [[πίσσα]]<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[πίσσα]] («[[χρῶμα]] δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ [[σφόδρα]] [[μέλαν]] καὶ πιττῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[πυκνός]], [[παχύρρευστος]] σαν την [[πίσσα]].
}}
}}