Anonymous

πληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πληκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[πλήξη]], ο [[ανιαρός]] (α. «[[πληκτικός]] [[άνθρωπος]]» β. «πληκτική [[παράσταση]]» γ. «πληκτικό [[μέρος]]» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ [[δύναμις]]», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[έτοιμος]] να χτυπήσει («[[πληκτικός]]... [[σκορπίος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπειστικός]], [[αποδεικτικός]] («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πληκτική</i><br /><i>το</i> [[ψάρεμα]] με [[καμάκι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πληκτικόν</i><br />α) το να ρίχνει [[κανείς]] ασβέστη στον τοίχο με [[μυστρί]], το ριχτό, το πεταχτό<br />β) (για [[κρασί]]) αυτό που φέρνει [[ζαλάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πληκτικά]]/ <i>πληκτικῶς</i> ΝΑ<br />με τρόπο που προκαλεί [[πλήξη]], ανιαρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i> κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. του επιθ. «[[ανιαρός]]» <b>βλ. λ.</b> [[πλήττω]]].
}}
}}