Anonymous

ποικιλία: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> variété, diversité (de couleurs, de mets, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ton varié d’un discours;<br /><b>II.</b> action de broder ; [[αἱ]] ποικιλίαι les broderies.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> variété, diversité (de couleurs, de mets, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ton varié d’un discours;<br /><b>II.</b> action de broder ; [[αἱ]] ποικιλίαι les broderies.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[ποικίλος]]<br />η ύπαρξη διαφορών, η [[ανομοιότητα]] [[ανάμεσα]] στα πράγματα ενός συνόλου (α. «[[ποικιλία]] χρωμάτων» β. «διὰ τὰς τῶν πραγμάτων [[ποικιλίας]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πιάτο]] που σερβίρεται [[συνήθως]] [[κρύο]] σε μπιραρίες, [[ουζερί]], ταβέρνες κ.λπ. και περιέχει διάφορα είδη εδεσμάτων<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> [[απόκλιση]] από την τυπική [[μορφή]] ενός είδους ως [[προς]] ορισμένα χαρακτηριστικά<br /><b>3.</b> <b>(ταξιν.)</b> συνώνυμο του τάξον<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] [[ποικιλίας]]» — για [[αποφυγή]] μονοτονίας<br />β) «[[ποικιλία]] καλλιεργούμενη» ή «[[ποικιλία]] καλλιεργητική»<br /><b>βοτ.</b> [[γενικός]] όρος [[χωρίς]] ταξινομική [[σημασία]] που αναφέρεται σε i) μια [[ομάδα]] ενός καλλιεργούμενου είδους [[φυτών]]<br />ii) μια [[ομάδα]] καλλιεργούμενων [[φυτών]] που διακρίνονται από άλλες ομάδες του ίδιου φυτού βάσει οποιουδήποτε μορφολογικού, φυσιολογικού, κυτταρολογικού, χημικού ή άλλου χαρακτηριστικού που [[είναι]] σημαντικό από γεωργική ή δασική [[άποψη]] και τα οποία, αναπαραγόμενα εγγενώς ή αγενώς, διατηρούν το διακριτικό τους χαρακτηριστικό<br />iii) οποιοδήποτε κλώνο ή [[ποικιλία]] φυτού που δημιουργείται με γεωργικές ή ανθοκομικές τεχνικές και δεν απαντά στη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στόλισμα]], [[διακόσμηση]] με διάφορα χρώματα,[[ποίκιλση]], διαποίκιλση<br /><b>2.</b> ύφανση, [[ταπητουργία]]<br /><b>3.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] κατάστικτο από διάφορα χρώματα, παρδαλό («καὶ ἐν τῷ δέρματι προϋπάρχει ἡ [[ποικιλία]], καὶ ἐν τῷ τῆς γλώττης δέρματι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με ύφος λόγου, μουσικής) [[διάνθιση]], [[διάνθισμα]] («ταῑς περὶ τὴν λέξιν εὐρυθμίαις καὶ ποικιλίαις κεκοσμήκαμεν αὐτόν», Ισοκρ.)<br /><b>5.</b> η [[αστάθεια]] ως [[προς]] τον τρόπο συμπεριφοράς<br /><b>6.</b> (συν. με αρνητική σημ.) η [[πανουργία]]<br /><b>7.</b> διαφορετική [[μορφή]] ενέργειας («[[οὔτε]] τομὴ [[οὔτε]] καῡσις [[οὔτε]] ἄλλη [[ποικιλία]]», Ιπποκρ.)<br /><b>8.</b> [[περιπλοκή]]<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ποικιλίαι</i><br />τεμάχια κεντημένα, κεντήματα.
}}
}}