Anonymous

πολυφυής: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, [[πολυμερής]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. [[διφυής]].
|lstext='''πολῠφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, [[πολυμερής]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. [[διφυής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει πολλαπλή [[φύση]], [[πολυειδής]], [[πολύμορφος]], [[πολυποίκιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φυή</i> ή [[φύος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]] «[[φυτρώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>φυής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}