Anonymous

προσαντιλαμβάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=se prendre mutuellement : [[τῶν]] [[χειρῶν]] les mains.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἀντιλαμβάνομαι.
|btext=se prendre mutuellement : [[τῶν]] [[χειρῶν]] les mains.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], ἀντιλαμβάνομαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />πιάνομαι [[χέρι]] με [[χέρι]] με κάποιον («καὶ γυναῑκες ἀναμὶξ ἀνδράσιν προσαντιλαμβανόμεναι τῶν χειρῶν», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[κρατιέμαι]], πιάνομαι από [[κάτι]]»].
}}
}}