Anonymous

προσταγή: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[προστάζω]], [[πρόσταγμα]], [[κέλευσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]] που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο<br /><b>2.</b> <b>(ποιν.)</b> [[δήλωση]] βούλησης την οποία απευθύνει [[ένας]] ιεραρχικά [[ανώτερος]] [[προς]] έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>προσταγῇ</i><br />[[κατόπιν]] διαταγής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με [[διαταγή]].
}}
}}