3,274,216
edits
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />v. [[πρόσταγμα]].<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστάσσω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[προστάζω]], [[πρόσταγμα]], [[κέλευσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]] που διατυπώνεται με επιτακτικό τόνο<br /><b>2.</b> <b>(ποιν.)</b> [[δήλωση]] βούλησης την οποία απευθύνει [[ένας]] ιεραρχικά [[ανώτερος]] [[προς]] έναν ιεραρχικά υφιστάμενό του απαιτώντας από αυτόν ορισμένη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>προσταγῇ</i><br />[[κατόπιν]] διαταγής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ προσταγήν» — σύμφωνα με [[διαταγή]]. | |||
}} | }} |