Anonymous

προτένθης: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui déguste d’avance, dégustateur ; <i>particul. à Athènes</i> prêtre analogue au [[παράσιτος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τένθης]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui déguste d’avance, dégustateur ; <i>particul. à Athènes</i> prêtre analogue au [[παράσιτος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τένθης]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ</i>, <i>αἱ προτένθαι</i><br />α) αυτοί που γιόρτασαν τη [[γιορτή]] της Δορπίας<br />β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα [[προτού]] αυτά μεταφερθούν στην [[αγορά]] και τά πουλούσαν σε ανώτερη [[τιμή]], οι μεταπωλητές<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> α) αυτός που δοκιμάζει, που γεύεται εκ τών προτέρων<br />β) [[άπληστος]], [[λαίμαργος]]<br />γ) [[προγεύστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τένθης]] «[[λαίμαργος]]»].
}}
}}