Anonymous

πυρία: Difference between revisions

From LSJ
1,093 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />sueur produite par la chaleur d’une étuve <i>ou</i> d’un bain.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
|btext=ας (ἡ) :<br />sueur produite par la chaleur d’une étuve <i>ou</i> d’un bain.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. πυρίη, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ατμόλουτρο]] το οποίο παρασκεύαζαν ρίχνοντας σπέρματα καννάβεως ή και άλλες ευώδεις ουσίες [[πάνω]] σε διάπυρους λίθους («χρωμένους δὶς καὶ πυρίαις ἐκ λίθων διαπύρων», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] εξωτερικής εφαρμογής της θερμότητας<br /><b>3.</b> [[ψάρεμα]] με [[πυροφάνι]]<br /><b>4.</b> [[θολωτός]] [[τάφος]], [[κιβούρι]]<br /><b>5.</b> <b>πιθ.</b> [[λουτήρας]]<br /><b>6.</b> [[οστεοθήκη]] και, [[ιδίως]], ο [[καλός]] και [[καμαρωτός]] [[χώρος]] τών μεγάλων επιτύμβιων μνημάτων στην Καρία, η [[εισώστη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
}}