Anonymous

πῶρος: Difference between revisions

From LSJ
1,679 bytes added ,  29 September 2017
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre poreuse (pôros);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> toute concrétion, callosité, cal.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, passer ; v. [[περάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre poreuse (pôros);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> toute concrétion, callosité, cal.<br />'''Étymologie:''' R. Περ, passer ; v. [[περάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[πῶρος]], ΝΑ, και ποῡρος Α<br />ο [[πωρόλιθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> οστέινη και χόνδρινη [[ουσία]] που σχηματίζει συνδετική [[γέφυρα]] [[ανάμεσα]] στα [[άκρα]] ενός οστικού κατάγματος [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της αποκατάστασης<br /><b>2.</b> η [[πέτρα]] τών δοντιών, η [[τρυγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταλακτίτης]] σπηλαίου («[[πῶρος]]<br />[[ἀπολίθωσις]] ὑγρῶν», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πέτρα]] στην ουροδόχο [[κύστη]]<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για αρθρώσεις που πάσχουν από [[αρθρίτιδα]]) [[πωρώδης]] [[σύσταση]] («σηπόμενον δὲ γίγνεται τὸ [[αἷμα]] ἐν τῷ σώματι [[πύον]], ἐκ δὲ τοῡ πύου [[πῶρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πῶροι</i><br />λίθοι που τους χρησιμοποιούσαν στα θεμέλια κτηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τεχνικό οικοδομικό όρο που δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκε και στην ιατρική. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για δάνεια λ., ενώ η [[σύνδεση]] της με ακκαδ. <i>pulu</i> δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}