3,274,306
edits
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=υκος (ἡ) :<br />vermillon ; incarnat.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental certain ; cf. <i>skr.</i> sinduram « cinabre », <i>assyr.</i> sâmtu, sându qui désignerait une pierre rouge. | |btext=υκος (ἡ) :<br />vermillon ; incarnat.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental certain ; cf. <i>skr.</i> sinduram « cinabre », <i>assyr.</i> sâmtu, sându qui désignerait une pierre rouge. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-υκος και σάνδιξ, -ικος, ἡ, Α<br />λαμπερό ερυθρό [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αλοιφής, πιθ. [[μίγμα]] οξειδίου του ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία [[διάδοση]], η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>sind</i><i>ū</i><i>ram</i> «κόκκινο [[χρώμα]]», ασσυριακό <i>samtu</i>, <i>sandu</i> «[[είδος]] κόκκινης πέτρας» και πιθ. με την λ. [[σανδαράκη]]. Την λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>sandyx</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-υκος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> μικρή [[θήκη]], σεντουκάκι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., η οποία [[μάλλον]] δεν [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[σάνδυξ]] (Ι)]. | |||
}} | }} |