Anonymous

σανδαρακίζω: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_9)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰνδᾰρακίζω''': ἢ -χίζω, ἔχω [[χρῶμα]] λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.
|lstext='''σᾰνδᾰρακίζω''': ἢ -χίζω, ἔχω [[χρῶμα]] λαμπρὸν ἐρυθρόν, Διοσκ. 5. 113.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. σανδαραχίζω Α [[σανδαράκη]]<br />έχω λαμπερό ερυθρό [[χρώμα]].
}}
}}