Anonymous

σαρκοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
36
(6_14)
 
(36)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκοτρόφος''': ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.
|lstext='''σαρκοτρόφος''': ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που προάγει ή παράγει τη [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιχθυο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>οινο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}