Anonymous

σιδηροχάρμης: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_19)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ [[ἴσως]] ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. [[χαλκοχάρμης]].
|lstext='''σῐδηροχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ [[ἴσως]] ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. [[χαλκοχάρμης]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[χάρμης]]].
}}
}}