Anonymous

σκορπιοειδής: Difference between revisions

From LSJ
37
(6_7)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορπιοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σκορπίον, πρβλ. [[σκορπιώδης]]. ΙΙ. τὸ σκορπιοειδές, [[φυτόν]] τι καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σπόρου [[αὐτοῦ]] πρὸς τὴν οὐρὰν σκορπίου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 195· [[ὡσαύτως]] [[σκορπίουρος]].
|lstext='''σκορπιοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς σκορπίον, πρβλ. [[σκορπιώδης]]. ΙΙ. τὸ σκορπιοειδές, [[φυτόν]] τι καλούμενον [[οὕτως]] ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σπόρου [[αὐτοῦ]] πρὸς τὴν οὐρὰν σκορπίου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 195· [[ὡσαύτως]] [[σκορπίουρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με σκορπιό, [[κυρίως]], ως [[προς]] το [[σχήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκορπιοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] της τάξης αραχνιδίων [[σκορπιοί]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκορπιοειδές</i><br />[[φυτό]] που ονομάστηκε [[έτσι]] από την [[ομοιότητα]] που παρουσίαζε ο [[σπόρος]] του με την [[ουρά]] σκορπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκορπίος]] / [[σκορπιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}