Anonymous

σμερδνός: Difference between revisions

From LSJ
37
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten== [[σμερδαλέος]], Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, [[βοᾶν]], Il. 15.687, 732.
|auten== [[σμερδαλέος]], Il. 5.472.— Adv., σμερδνόν, [[βοᾶν]], Il. 15.687, 732.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σμερδαλέος]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. του ουδ. ως επίρρ.) <i>σμερδνόν</i><br />με φρικαλέο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[σμερδαλέος]] με [[επίθημα]] -<i>νός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δει</i>-<i>νός</i>). Για την [[εναλλαγή]] αυτή στα επιθήματα <b>πρβλ.</b> [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σμερδαλέος]])].
}}
}}