3,274,216
edits
(6_15) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στολισμός''': ὁ, τὸ στολίζειν, περιβάλλειν δι’ ἐνδύματος, στ. θεῶν Ἐπιγρ. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 6, πρβλ. 8795. 2) ἐνδυμασία, [[ἱματισμός]], Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Θ΄, 4, κ. ἀλλ.). | |lstext='''στολισμός''': ὁ, τὸ στολίζειν, περιβάλλειν δι’ ἐνδύματος, στ. θεῶν Ἐπιγρ. Rosett. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 6, πρβλ. 8795. 2) ἐνδυμασία, [[ἱματισμός]], Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Θ΄, 4, κ. ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στολίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλλωπισμός]], [[διακόσμηση]] (α. «[[στολισμός]] τών [[οδών]] με σημαίες» β. «χριστουγεννιάτικος [[στολισμός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένδυση]], το να ντύνει [[κανείς]] κάποιον με [[επίσημα]] ή καλοδιαλεγμένα ενδύματα και κοσμήματα («πρὸς στολισμὸν τῶν θεῶν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενδυμασία]] (α. «περιβέβλημαι στολισμὸν κατακρίσεως καὶ σκότους», Μηναί.<br />β. «[[στολισμός]] ἀνδρός», ΠΔ). | |||
}} | }} |