Anonymous

στράτευμα: Difference between revisions

From LSJ
38
(T22)
(38)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=στρατεύματος, τό ([[στρατεύω]]), from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> an [[army]]: Winer s Grammar, § 59,4a.), 19.<br /><b class="num">b.</b> a [[band]] of soldiers (R. V. soldiers): [[body]]-[[guard]], guardsmen: plural R. V. soldiers).
|txtha=στρατεύματος, τό ([[στρατεύω]]), from [[Aeschylus]] and [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> an [[army]]: Winer s Grammar, § 59,4a.), 19.<br /><b class="num">b.</b> a [[band]] of soldiers (R. V. soldiers): [[body]]-[[guard]], guardsmen: plural R. V. soldiers).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[στράτεμα]] Ν [[στρατεύω]] (Ι)]<br />[[συντεταγμένη]] στρατιωτική [[δύναμη]], [[στρατός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύνολο]] πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το [[σύνολο]] τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκστρατεία]], [[στρατεία]]<br /><b>2.</b> το [[ναυτικό]]<br /><b>3.</b> [[λαός]], [[πλήθος]], λεφούσι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πεζὸν [[στράτευμα]]» — το πεζικό (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «ἱππικὸν [[στράτευμα]]» — το ιππικό (<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «ναυτικόν [[στράτευμα]]» — το [[ναυτικό]] (<b>Σοφ.</b>)<br />δ) «διαπόντιον [[στράτευμα]]» — [[στράτευμα]] που αποτελείται από μισθοφόρους Ασιάτες <b>(Ερμιππ.)</b><br />ε) «διέφυγον τὸ [[στράτευμα]]» — διέφυγαν την επικείμενη [[εισβολή]] (<b>Ηρόδ.</b>).
}}
}}