3,273,730
edits
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[συγκτίζω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui s’associe à un autre pour fonder une colonie.<br />'''Étymologie:''' [[συγκτίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[συγκτίζω]]<br />αυτός που κτίζει ή ιδρύει [[πόλη]] ή [[αποικία]] από κοινού με άλλον. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[συγκτίζω]]<br />αυτός που κτίζει ή ιδρύει [[πόλη]] ή [[αποικία]] από κοινού με άλλον. | |mltxt=ὁ, Α [[συγκτίζω]]<br />αυτός που κτίζει ή ιδρύει [[πόλη]] ή [[αποικία]] από κοινού με άλλον. | ||
}} | }} |