Anonymous

σύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />confondu, confus, brouillé.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
|btext=ος, ον :<br />confondu, confus, brouillé.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμφυρτος]], -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν [[συμφύρω]]<br />αυτός που προέρχεται από [[σύμφυρση]], ανακατεμένος, [[ανάκατος]].
}}
}}