Anonymous

τεχνολόγος: Difference between revisions

From LSJ
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui traite d’un art <i>ou</i> des règles d’un art.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]], [[λόγος]].
|btext=ος, ον :<br />qui traite d’un art <i>ou</i> des règles d’un art.<br />'''Étymologie:''' [[τέχνη]], [[λόγος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[τεχνολόγος]], η, Ν<br />αυτός που εξετάζει [[κάτι]] σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ειδικός]] στην [[τεχνολογία]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά ή γράφει [[περί]] τέχνης<br /><b>3.</b> αυτός που μιλά με [[τέχνη]]<br /><b>4.</b> αυτός που ασχολείται με τη [[γραμματική]] [[τεχνολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ασχολείται με τους κανόνες της ρητορικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}