Anonymous

τρίγαμος: Difference between revisions

From LSJ
41
(6_17)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίγᾰμος''': -ον, ἡ τρὶς εἰς γάμον ἐλθοῦσα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 74· ὅσον παρθενικὴ προσφέρει τριγάμοιο γυναικὸς Θεόκρ. 12. 5.
|lstext='''τρίγᾰμος''': -ον, ἡ τρὶς εἰς γάμον ἐλθοῦσα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 74· ὅσον παρθενικὴ προσφέρει τριγάμοιο γυναικὸς Θεόκρ. 12. 5.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίγαμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο [[μετά]] από τη [[διάλυση]] τών δύο προηγούμενων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παντρευθεί [[τρεις]] συζύγους συγχρόνως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νυμφευθεί [[τρεις]] φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> [[δίγαμος]])].
}}
}}