Anonymous

ὑποστατός: Difference between revisions

From LSJ
44
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> qui existe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut supporter, auquel on peut résister;<br /><b>2</b> qui existe.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποστατός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[ὑπόστατος]], -ον, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τίθεται ως [[θεμέλιο]], ως [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[υποφερτός]] («θεὸς... θνητοῑς [[οὐδαμῶς]] [[ὑποστατός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που υπάρχει πραγματικά.
}}
}}