Anonymous

τρυπητός: Difference between revisions

From LSJ
42
(6_19)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡπητός''': -όν, τετρυπημένος, [[τρυπητός]], περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.
|lstext='''τρῡπητός''': -όν, τετρυπημένος, [[τρυπητός]], περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τρυπητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρυπῶ]]<br />αυτός που έχει οπές, [[διάτρητος]], τρυπημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τρυπητή</i><br />(ενν. [[κουτάλα]]) [[κουτάλα]] με τρύπες κατάλληλη για το [[σερβίρισμα]] διαφόρων εδεσμάτων<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρυπητό</i><br />α) διάτρητο μαγειρικό [[σκεύος]] κατάλληλο για την [[αποστράγγιση]] φαγητών, [[σουρωτήρι]]<br />β) [[διυλιστήρας]].
}}
}}