Anonymous

ὑποκαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ
43
(6_13b)
(43)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. [[καθέζομαι]] κρυφίως, [[χάριν]] ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· [[εἶναι]] πλημμ. γραφ.).
|lstext='''ὑποκαθέζομαι''': μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ. [[καθέζομαι]] κρυφίως, [[χάριν]] ἐνέδρας), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· μεταγεν. ἀόρ. ὑποκαθέσθην, κατεκάθισα, «τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς ὑποκαθέσθη», Σχόλ. εἰς Θουκυδ. 2. 89, Γεωπον. 6. 18 (ἐπικ· [[εἶναι]] πλημμ. γραφ.).
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>(αποθ.)</b> (ο παθ. αόρ.) <i>ὑποκαθέσθην</i><br />έπαθα [[καθίζηση]] («τὸ [[μέρος]] τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάθομαι]] [[κάπου]] [[χωρίς]] να [[γίνομαι]] [[αντιληπτός]] και, [[κυρίως]], [[στήνω]] [[ενέδρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθέζομαι]] «[[κάθομαι]]»].
}}
}}