Anonymous

ὑπεροπτικός: Difference between revisions

From LSJ
43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />méprisant, dédaigneux de, <i>gén;<br />Sp.</i> ὑπεροπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
|btext=ή, όν :<br />méprisant, dédaigneux de, <i>gén;<br />Sp.</i> ὑπεροπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπεροπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερόπτης]] / [[ὑπέροπτος]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[συνήθεια]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, [[αλαζονικός]], [[υπερφίαλος]] («υπεροπτικό [[φέρσιμο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από το οπτικό [[χίασμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπεροπτικώς]] / <i>ὑπεροπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπεροπτικά</i> Ν<br />με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
}}
}}