3,274,216
edits
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />méprisant, dédaigneux de, <i>gén;<br />Sp.</i> ὑπεροπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />méprisant, dédaigneux de, <i>gén;<br />Sp.</i> ὑπεροπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπεροπτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπερόπτης]] / [[ὑπέροπτος]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] ή τη [[συνήθεια]] να περιφρονεί τους άλλους, [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, [[αλαζονικός]], [[υπερφίαλος]] («υπεροπτικό [[φέρσιμο]]»)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] από το οπτικό [[χίασμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπεροπτικώς]] / <i>ὑπεροπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υπεροπτικά</i> Ν<br />με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο. | |||
}} | }} |