Anonymous

ὑβός: Difference between revisions

From LSJ
551 bytes added ,  29 September 2017
42
(Bailly1_5)
(42)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />courbé ; bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ὗβος]].
|btext=ή, όν :<br />courbé ; bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ὗβος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑβός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />[[κυφός]], [[καμπούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του ιατρικού λεξιλογίου, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>βος</i>, όπως και άλλα επίθ. σχετικά με σωματικές αδυναμίες ή αναπηρίες (<b>πρβλ.</b> <i>κλα</i>-<i>μ</i>-<i>βός</i>, <i>στρα</i>-<i>β</i>-<i>ός</i>)].
}}
}}