Anonymous

ὑψηλόφωνος: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_18)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψηλόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ἢ ἠχηρὰν φωνήν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἡλ. 243.
|lstext='''ὑψηλόφωνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ἢ ἠχηρὰν φωνήν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἡλ. 243.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψηλόφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλή, [[δηλαδή]] ισχυρή, [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υψηλοφώνως</i> και <i>υψηλόφωνα</i> Ν<br />με δυνατή [[φωνή]], μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑψηλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}