Anonymous

συνοδοιπόρος: Difference between revisions

From LSJ
40
(Bailly1_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compagnon <i>ou</i> compagne de voyage.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁδοιπόρος]].
|btext=ος, ον :<br />compagnon <i>ou</i> compagne de voyage.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁδοιπόρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[σύντροφος]] στην [[οδοιπορία]], αυτός που βαδίζει [[μαζί]] με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις [[ὄντα]] σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.<br />β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και [[πολιτικά]] με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και [[πολιτικά]] ζητήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδοιπόρος]].
}}
}}