Anonymous

φιλόψιλος: Difference between revisions

From LSJ
45
(6_18)
(45)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόψῑλος''': -ον, ὁ φιλῶν ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἵστασθαι, δηλαδ. «ὁ ἀγαπῶν τὴν τελευταῖαν θέσιν ἐν τῷ χορῷ, Ἀλκμὰν σ. 144· πρβλ. [[ψιλεύς]].
|lstext='''φῐλόψῑλος''': -ον, ὁ φιλῶν ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἵστασθαι, δηλαδ. «ὁ ἀγαπῶν τὴν τελευταῖαν θέσιν ἐν τῷ χορῷ, Ἀλκμὰν σ. 144· πρβλ. [[ψιλεύς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει η τελευταία [[θέση]] στον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. της λ. [[πτίλον]] «[[πούπουλο]]» (για τη σημ. <b>πρβλ.</b> και τον τ. [[ψιλεύς]] «αυτός που χορεύει [[τελευταίος]]»)].
}}
}}