Anonymous

φοιτητής: Difference between revisions

From LSJ
45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écolier.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écolier.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φοιτήτρια Ν [[φοιτῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σπουδαστής]] ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που συχνάζει [[κάπου]], [[ιδίως]] ως [[μαθητευόμενος]] («φοιτηταὶ... διδασκάλων ὀλιγωροῡσιν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}