Anonymous

φύραμα: Difference between revisions

From LSJ
1,464 bytes added ,  29 September 2017
45
(T22)
(45)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=φυράματος, τό ([[φυράω]] to [[mix]]), [[any]] [[substance]] [[mixed]] [[with]] [[water]] and kneaded; a [[mass]], [[lump]]: of dough ([[Aristotle]], probl. 21,18, p. 929{a}, 25; [[Plutarch]], quaest. conv. 6,7, 2,15, p. 693e.), [[ζύμη]]); [[Plutarch]], praec. ger. reip. 15,4, p. 811c.), Buttmann, § 140,3Rem.).
|txtha=φυράματος, τό ([[φυράω]] to [[mix]]), [[any]] [[substance]] [[mixed]] [[with]] [[water]] and kneaded; a [[mass]], [[lump]]: of dough ([[Aristotle]], probl. 21,18, p. 929{a}, 25; [[Plutarch]], quaest. conv. 6,7, 2,15, p. 693e.), [[ζύμη]]); [[Plutarch]], praec. ger. reip. 15,4, p. 811c.), Buttmann, § 140,3Rem.).
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φυρῶ]]<br /><b>1.</b> [[ζυμάρι]], [[αλεύρι]] ανακατεμένο με [[νερό]] και ζυμωμένο<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μπορεί να αναμιχθεί με [[νερό]] και να ζυμωθεί, όπως λ.χ. το υλικό που χρησιμοποιεί ο [[αγγειοπλάστης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(βιοχ.)</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του ενζύμου<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνοτροφής από διάφορα υλικά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[είναι]] του ίδιου [ή του [[αυτού]]] φυράματος» — έχουν τον ίδιο [[κακό]] χαρακτήρα ή την [[ίδια]] κακή [[διαγωγή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> η ανθρώπινη [[φύση]] (α. «Χριστοῦ τοῦ ταπεινώσαντος ἑαυτὸν [[μέχρι]] τοῦ ἡμετέρου φυράματος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b><br />β. «ἐκκαθάρετε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην ἵνα ἦτε [[νέον]] [[φύραμα]]», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ανάμικτο [[πλήθος]] ανθρώπων, όχλος<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλοιφή]] ή [[έμπλαστρο]] («φυράμασί τε καταπλαττόμεναι ψύχουσι μὲν τὸν χρῶτα», Κλήμ. Αλ.).
}}
}}