Anonymous

φαιδροείμων: Difference between revisions

From LSJ
44
(6_19)
(44)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιδροείμων''': ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.
|lstext='''φαιδροείμων''': ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.
}}
{{grml
|mltxt=-όειμον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο [[λαμπρά]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιδρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἷμα]] «[[ένδυμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελανο</i>-<i>είμων</i>].
}}
}}