Anonymous

χιονόχροος: Difference between revisions

From LSJ
46
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χιονόχροος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χιόνος, λευκὸς ὡς ἡ [[χιών]], [[μετὰ]] ἑτεροκλ. αἰτ. πληθ., παρέφερον [πάρφερον] ἐν κανέοισι μάζας χιονόχροας Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α. - χυνῃρ. χιονόχρους, ουν, Κ. Μανασσ. Χρον. 77. 1158, 4863.
|lstext='''χιονόχροος''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χιόνος, λευκὸς ὡς ἡ [[χιών]], [[μετὰ]] ἑτεροκλ. αἰτ. πληθ., παρέφερον [πάρφερον] ἐν κανέοισι μάζας χιονόχροας Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α. - χυνῃρ. χιονόχρους, ουν, Κ. Μανασσ. Χρον. 77. 1158, 4863.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. [[χιονόχρους]], -ουν, Μ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χιονιού, [[χιονόλευκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χροος</i> / -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ῥοδό</i>-<i>χροος</i> / -<i>χρους</i>].
}}
}}