Anonymous

σωτήριος: Difference between revisions

From LSJ
40
(T21)
(40)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[σωτήριον]] ([[σωτήρ]]), from [[Aeschylus]], [[Euripides]], [[Thucydides]] [[down]], [[saving]], [[bringing]] [[salvation]]: ἡ [[χάρις]] ἡ [[σωτήριος]], ἡ [[σωτήριος]] [[δίαιτα]], Clement of [[Alexandria]], Paedag., p. 48 edition Sylb.). Neuter τό [[σωτήριον]] (the Sept. [[often]] for יְשׁוּעָה, [[less]] [[frequently]] for יֶשַׁע), as [[often]] in Greek writings, substantively, [[safety]], in the N. T. (the Messianic) [[salvation]] ([[see]] [[σῴζω]], b. and in [[σωτηρία]]): [[with]] [[τοῦ]] Θεοῦ added, decreed by God, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 35,12 [ET]; he [[who]] embodies [[this]] [[salvation]], or [[through]] whom God is [[about]] to [[achieve]] it: of the Messiah, τό [[σωτήριον]] [[ἡμῶν]], [[Ἰησοῦς]] [[Χριστός]], Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 36,1 [ET] ([[where]] [[see]] Harnack)); [[simply]], equivalent to the [[hope]] of ([[future]]) [[salvation]], Sept. τό [[σωτήριον]] is [[often]] used for שֶׁלֶם, a [[thank-offering]] (or '[[peace]]-[[offering]]'), and the plural occurs in the [[same]] [[sense]] in [[Xenophon]], [[Polybius]], Diodorus, [[Plutarch]], Lucian, Herodian.)  
|txtha=[[σωτήριον]] ([[σωτήρ]]), from [[Aeschylus]], [[Euripides]], [[Thucydides]] [[down]], [[saving]], [[bringing]] [[salvation]]: ἡ [[χάρις]] ἡ [[σωτήριος]], ἡ [[σωτήριος]] [[δίαιτα]], Clement of [[Alexandria]], Paedag., p. 48 edition Sylb.). Neuter τό [[σωτήριον]] (the Sept. [[often]] for יְשׁוּעָה, [[less]] [[frequently]] for יֶשַׁע), as [[often]] in Greek writings, substantively, [[safety]], in the N. T. (the Messianic) [[salvation]] ([[see]] [[σῴζω]], b. and in [[σωτηρία]]): [[with]] [[τοῦ]] Θεοῦ added, decreed by God, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 35,12 [ET]; he [[who]] embodies [[this]] [[salvation]], or [[through]] whom God is [[about]] to [[achieve]] it: of the Messiah, τό [[σωτήριον]] [[ἡμῶν]], [[Ἰησοῦς]] [[Χριστός]], Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 36,1 [ET] ([[where]] [[see]] Harnack)); [[simply]], equivalent to the [[hope]] of ([[future]]) [[salvation]], Sept. τό [[σωτήριον]] is [[often]] used for שֶׁלֶם, a [[thank-offering]] (or '[[peace]]-[[offering]]'), and the plural occurs in the [[same]] [[sense]] in [[Xenophon]], [[Polybius]], Diodorus, [[Plutarch]], Lucian, Herodian.)  
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σωτήριος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. [[σουτείριος]] Α [[σωτήρ]], -<i>ῆρος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή [[κατάσταση]], κίνδυνο, [[καταστροφή]] (α. «σωτήρια η [[παρέμβαση]] τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει τη [[σωτηρία]] (α. «τα σωτήρια διδάγματα του Ευαγγελίου» β. «σωτήριον σημεῑον», Ευσ.<br />γ. «[[σωτήριος]], εἰ καὶ πικρὸς ὁ [[φόβος]]», Κλήμ. Αλ.<br />δ. «μίαν πονήσας ἡμέραν ἡμῶν ὕπερ [[σωτήριος]] [[στάς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σωτήριον [[έτος]]» — λέγεται για καθένα από τα έτη που αριθμούνται από τη [[γέννηση]] του Χριστού και εξῆς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χριστό (α. «τοῡ σωτηρίου πάθους», Ωριγ.<br />β. «τὸν σωτήριον τάφον», Θεοδ.)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συντηρεί, που διατηρεί [[κάτι]] (α. «τὸ ἀσθενὲς τῆς μνήμης τῆς ἐμῆς ἐπικουφίζων, κεφαλαίων συστηματικήν ἔκθεσιν μνήμης [[ὑπόμνημα]] σωτήριον πορίζων ἐμαυτῷ», Κλήμ. Αλ.<br />β. «[[ἐλπίς]] σπέρματος σωτηρίου», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[θεραπευτικός]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωτήριον</i><br />η [[σωτηρία]], η [[λύτρωση]] («ὅτι [[εἶδον]] οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτηριόν σου», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συμπτώματα ασθενείας) αυτός που προμηνύει [[βελτίωση]], [[ανάρρωση]] («ὀλιγοχρόνιον τε καὶ σωτήριον δηλοῑ τὸ [[νόσημα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωτήρια</i><br />α) η [[σωτηρία]], η [[διάσωση]]<br />β) ευχαριστήρια [[θυσία]] ή [[σειρά]] θυσιών σε θεό [[μετά]] από [[διάσωση]] ή για την [[αποτροπή]] ενδεχόμενης κρίσιμης περίστασης<br />γ) [[τελετή]] στους Δελφούς για την [[ανάμνηση]] της αποχώρησης τών Γαλατών<br />δ) η [[αμοιβή]] γιατρού<br />ε) [[δημόσια]] αποχωρητήρια στη Σμύρνη<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Σωτήριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σωτηρίως]] ΜΑ<br /><b>1.</b> με τρόπο που οδηγεί στη [[σωτηρία]]<br /><b>2.</b> με τρόπο που επιδέχεται [[θεραπεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σωτηρίως]] ἔχω» — έχω [[τάση]] [[προς]] [[ανάρρωση]] (<b>Πλούτ.</b>).
}}
}}